- ἐγγεγραμμένον
- ἐγγράφωmake incisions intoperf part mp masc acc sgἐγγράφωmake incisions intoperf part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εδάφιο — το (AM ἐδάφιον) χωρίο, σύντομο απόσπασμα ενός κειμένου («οὕτω δὲ τὸ ἐδάφιόν ἐστιν ἐγγεγραμμένον») νεοελλ. (για νόμους, καταστατικά, κανονισμούς κ.λπ. συνταγμένους με αύξοντα αριθμό και διαιρεμένους σε παραγράφους) η υποδιαίρεση παραγράφου («το… … Dictionary of Greek
κτείνω — (AM κτείνω, Α αιολ. τ. κτέννω) (για ανθρώπους και σπαν. για ζώα) φονεύω, σκοτώνω («ὅς τε κύνα κτείνας ἢ βουκόλον ἀμφὶ βόεσσι φεύγει», Ομ. Ιλ.) μσν. αρχ. θέτω τέρμα σε κάτι («θέρος κτείνει [νοῡσον]», Αρετ.) αρχ. 1. καταδικάζω κάποιον σε θάνατο και … Dictionary of Greek
σκυτίς — ίδος, ἡ, Α υποκορ. δερμάτινο περίαπτο, φυλαχτό («τοῡ Σαράπιδος τὸ ὄνομα ἐγγεγραμμένον λεπίδι χαλκῇ περὶ τὸν τράχηλον δεδέσθαι ὥσπερ σκυτίδα», Αρτεμίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] … Dictionary of Greek